Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάταση η [δiátasi] Ο33 : (ιατρ.) αύξηση της κοιλότητας ενός οργάνου του σώματος λόγω υπερβολικής πίεσης που ασκήθηκε στα εσωτερικά της τοιχώματα: ~ μιας φλέβας / αρτηρίας. ~ των καρδιακών κοιλοτήτων.
[λόγ. < αρχ. διάτα(σις) -ση]