Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διάκρισις ‑ση η.
-
- 1) Ικανότητα για διάκριση, επιλογή:
- επιλέγεται δε … διακρίσει τα βελτίονα (Κυνοσ. 58819).
- 2) Τιμητική διάκριση:
- αθετήσαντα την προς αυτόν δοθείσαν διάκρισιν παρά των αρχιερέων (Ιστ. πατρ. 18122).
- 3)
- α) Κριτική ικανότητα, κρίση:
- Εύγε της διακρίσεως αυτών (ενν. των μοναχών) (Παϊσ., Ιστ. Σινά 185)·
- β) σωστή, δίκαιη κρίση:
- η εκλαμπρότης σου διάκριση να κάμεις (Ιστ. Βλαχ. 1607)·
- γ) διακριτική εξουσία:
- τον δε στρατόν παρέδωκαν εις την διάκρισίν των (Κορων., Μπούας 83).
- α) Κριτική ικανότητα, κρίση:
- 4) Γνώση:
- τούτη η διάκριση είναι … η πρώτη αρχή της αγάπης (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 7425‑6).
- 5) Επίγνωση του σωστού· δισταγμός:
- χωρίς διάκριση εθέλησε να κάμει τόσο μεγάλο άδικο (Στάθ. Ιντ. β´ 21).
- 6) Προφύλαξη, δισταγμός:
- λέγει του γαρ μοναξά, με διάκρισιν μεγάλην (Χρον. Μορ. H 7621).
[αρχ. ουσ. διάκρισις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Ικανότητα για διάκριση, επιλογή: