Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάδοση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάδοση η [δiáδosi] Ο33 : 1. η ενέργεια του διαδίδω: H ~ της επιστήμης / των ιδεών / της μόδας / μιας φήμης / ενός μυστικού. H ~ του χριστιανισμού. || (φυσ.): H ~ του ήχου / του φωτός / των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. 2. (πληθ.) ανεξακρίβωτη είδηση, φήμη: Mη δίνετε σημασία στις διαδόσεις για επικείμενη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.

[λόγ.: 1: ελνστ. διάδο(σις) -ση, αρχ. σημ.: `διανομή΄· 2: σημδ. γερμ. Verbreitung (von Gerüchten) ή αγγλ. spreading (of rumours)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες