Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημιουργός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημιουργός ο [δimiurγós] Ο17 θηλ. δημιουργός [δimiurγós] Ο34 : 1. αυτός που έχει δημιουργήσει κτ.: Ο ~ μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας. ~ του μουσουλμανισμού είναι ο Mωάμεθ. Ο ~ του σύμπαντος / του κόσμου / του ανθρώπου, και ως ουσ. ο Δημιουργός, ο Θεός της βίβλου. Ο ~ ενός τεχνικού / καλλιτεχνικού / επιστημονικού έργου. || για δημιουργό πρωτότυπου ή εμπνευσμένου έργου: ~ μόδας. Ο αληθινός καλλιτέχνης είναι ~ όχι απλός μιμητής. 2α. αυτός που επινόησε κτ.: Ο ~ μιας συσκευής / μιας νέας μεθόδου. β. αίτιος, πρόξενος: Ο ~ των επεισοδίων, υποκινητής. Ο άνθρωπος είναι ~ της μοίρας του.

[λόγ. < αρχ. δημιουργός (για το Θεό: ελνστ. σημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
δημιουργός ο.
  • (Προκ. για το Θεό) αυτός που δημιούργησε τον κόσμο, πλάστης:
    • Θεέ, πλάστη, δημιουργέ και των απάντων κτίστα (Κορων., Μπούας 23).

[αρχ. ουσ. δημιουργός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες