Παράλληλη αναζήτηση
144 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δη [δí] μόριο : (λόγ.) στην έκφραση και ~, και μάλιστα.
[λόγ. < αρχ. δή, καί δή]
[Λεξικό Κριαρά]
- δήγησις ‑ση η,
- βλ. διήγησις.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δήγμα το [δíγma] Ο48 : (λόγ.) δάγκωμα, τσίμπημα (εντόμων).
[λόγ. < αρχ. δῆγμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δηγούμαι,
- βλ. διηγούμαι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δήθεν [δíθen] επίρρ. : ο ομιλητής το χρησιμοποιεί όταν αμφισβητεί ή θεωρεί προσποιητές τις ενέργειες ή τις δηλώσεις του υποκειμένου της πρότασης ή προσποιητό και όχι αληθινό αυτό που εκφράζει ο όρος της πρότασης με τον οποίο συνάπτεται· τάχα: Ήρθε ~ για να ζητήσει κάτι, αλλά στην πραγματικότητα για να δει εμένα. Ρώτησε πού μένουμε· ~ δεν ήξερε. Zητούσαν άδεια ~ για λόγους οικογενειακούς. || συχνά εντονότερο με τη μορφή τάχα μου ~: Εκείνος τάχα μου ~ δεν ήθελε. || συχνά σε θέση επιθέτου ή ουσιαστικού για να προσδιορίσει ή να δηλώσει κτ. προσποιητό, ψεύτικο που παρουσιάζεται ως αληθινό: Mας σύστησε μια ~ ξαδέλφη του, μια που αμφιβάλλω αν είναι ξαδέλφη του. Δε μου αρέσουν οι ~, αυτοί που προβάλλουν χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
[λόγ. < αρχ. δῆθεν]
[Λεξικό Κριαρά]
- δήθεν· δήθε, επίρρ.
-
- Τάχα:
- (Ελλην. νόμ. 53628).
[αρχ. επίρρ. δήθεν. Η λ. και σήμ.]
- Τάχα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δηκτικός -ή -ό [δiktikós] Ε1 : (λόγ.) που είναι οξύς, προσβλητικός στα λόγια, στο ύφος του: Δηκτικά λόγια. Δηκτικό χιούμορ.
δηκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. δηκτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δηκτικότητα η [δiktikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι οξύς, προσβλητικός στα λόγια, στο ύφος.
[λόγ. δηκτικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δηλαγωγώ.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Οδηγώ, κατευθύνω:
- εδηλαγώγησέ με (ενν. ο Θεός) εις στράτα αληθείας (Πεντ. Γέν. ΧΧΙV 48· αυτ. Έξ. III 1)·
- β) (προκ. για άνεμο) στέλνω:
- (αυτ. Έξ. X 13).
- α) Οδηγώ, κατευθύνω:
- 2) Παίρνω μαζί μου:
- τι έκαμες και εδηλαγώγησες τις θυγατέρες μου σαν αμαλωτεμένες …; (αυτ. Γέν. XXXI 26).
- 3) Τρέφω, συντηρώ:
- εδηλαγώγησέ τους με το ψωμί (αυτ. Γέν. XLVII 17).
- 1)
- II. (Μέσ.) προχωρώ:
- να δηλαγωγηθώ αγαλινά μου (αυτ. Γέν. XXXIII 14).
[<επίθ. δήλος + άγω. Πβ. και δουλαγωγώ]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δηλαδή [δilaδí] μόριο : 1. επεξηγεί κτ. που προαναφέρθηκε: Δεν υπήρχε πρόγραμμα, μπορούσε ~ να κάνει ο καθένας ό,τι ήθελε, πράγμα που σήμαινε ότι
Συμφωνούμε στα κύρια σημεία, ~ στο από πού πρέπει να ξεκινήσουμε. Συλλογίστηκε το λάθος που έκανε, ~ να βασιστεί στις υποσχέσεις τους. Tους είπε ένα μικρό ψέμα, ότι ~ αυτός ήταν που τους ειδοποίησε. Οι δυο τους έμειναν τελευταίοι, ~ αυτός και ο Kώστας. 2. σε ερωτηματικό λόγο: α. χρησιμοποιείται σε διάλογο απολύτως, όταν ζητάμε από το συνομιλητή μας να διατυπώσει σαφέστερα ή απλούστερα κτ. που προαναφέρθηκε και δεν κατανοήθηκε: Θα πάρουμε μια μικρή αύξηση. -~; Οι ώρες που χάθηκαν πρέπει να αναπληρωθούν. -~; β. εισάγει την εκτίμηση του ομιλητή που απορρέει από όσα έχουν εκτεθεί προηγουμένως: ~, για να καταλάβω τι γίνεται, πρέπει να τους το στείλουμε ή όχι; γ. εκφράζει απορία: ~ τι θέλεις να πετύχεις; ~ τι θέλεις να πεις; δ. εκφράζει δυσαρέσκεια: ~, αν κατάλαβα καλά, μου ζητάτε να φύγω / να παραιτηθώ; ε. εκφράζει ειρωνεία: ~ νομίζεις ότι είσαι αναντικατάστατος; στ. εκφράζει έντονη δυσαρέσκεια ή αγανάκτηση· επιτέλους, τέλος πάντων: Πού ~ να πάω για να μην ενοχλώ; Γιατί ~ όλο εγώ να υποχωρώ;
[αρχ. δηλαδή]