Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δείπνον το· δείπνο· δείπνος το.
-
- α) Bραδινό φαγητό:
- έχουσιν γιόμα θλιβερόν, δείπνον ονειδισμένον (Περί ξεν. 182)·
- β) η ώρα του βραδινού φαγητού:
- ουδ’ έτρωγε το γιόμα, ουδέ το δείπνο (Bοσκοπ. 366).
[αρχ. ουσ. δείπνον. Ο τ. ‑ος και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ο και σήμ.]
- α) Bραδινό φαγητό: