Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δευτερογενής -ής -ές [δefterojenís] Ε10 : 1. που δημιουργείται σε μια δεύτερη φάση η οποία έρχεται ως επακόλουθο της πρώτης: ~ αιτία. Δευτερογενή συμπτώματα μιας αρρώστιας. Δευτερογενή φαινόμενα. || ~ παραγωγή, που περιλαμβάνει τα προϊόντα που έχουν υποστεί ανθρώπινη επεξεργασία (βιομηχανία, βιοτεχνία, χειροτεχνία). 2. (γεωλ.) ~ αιώνας, που αποτελεί τη δεύτερη φάση της γεωλογικής εξέλιξης, που διαδέχεται τον πρωτογενή και αντιστοιχεί στο μεσοζωικό. Δευτερογενή στρώματα, που σχηματίστηκαν κατά το δευτερογενή αιώνα.
δευτερογενώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. δευτερογενής `που δημιουργήθηκε αργότερα΄ σημδ. γαλλ. secondaire· λόγ. δευτερογεν(ής) -ώς]