Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεσποινικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δεσποινικός, επίθ.
  • Που ανήκει στη «δέσποινα»:
    • δεσποινικόν ιμάτιν (Επιθαλ. Ανδρ. Β´ 550).

[<ουσ. δέσποινα + κατάλ. ικός. Η λ. τον 6. αι. (DGE· βλ. και LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες