Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δερματένιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δερματένιος, επίθ.
  • Που είναι φτιαγμένος από δέρμα, πέτσινος:
    • δερματένια ρούχα (Χούμνου, Κοσμογ. 154).

[<ουσ. δέρμα + κατάλ. ένιος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες