Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεξαμενή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεξαμενή η [δeksamení] Ο29 : 1. χτιστή συνήθ. κατασκευή για τη συγκέντρωση και την αποθήκευση σε πολύ μεγάλες ποσότητες κυρίως νερού, αλλά και άλλων υγρών: ~ βρόχινου νερού / υγρών καυσίμων. 2. (μτφ.) απ΄ όπου μπορεί κανείς να αντλεί συνεχώς κτ.: ~ γνώσεων. ~ οπαδών. 3. τεχνική εγκατάσταση σε ναυπηγείο, ναύσταθμο ή λιμάνι όπου μπαίνουν τα πλοία για επισκευή: Mόνιμη / πλωτή ~.

[λόγ. < αρχ. δεξαμενή]

[Λεξικό Κριαρά]
δεξαμενή η· δεξάμενη· δεξαμένη.
  • Αποθήκη νερού, στέρνα:
    • δεξαμένη πλήρης υδάτων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1513).

[αρχ. ουσ. δεξαμενή. Ο τ. μένη και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες