Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεντρί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεντρί το [δendrí] Ο43 : (λογοτ.) το δέντρο.

[ελνστ. δενδρίον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. δένδρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες