Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δενδρώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
δενδρώδης, επίθ.
  • Που είναι γεμάτος δέντρα, δασώδης:
    • (Δούκ. 4335).

[<αρχ. επίθ. δενδρώδης. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δενδρώδης -ης -ες [δenδróδis] Ε11 : (για φυτό) που μοιάζει με δέντρο: Δενδρώδεις θάμνοι.

[λόγ. < αρχ. δενδρώδης]

[Λεξικό Κριαρά]
δενδρώνας ο· δενδριώνας.
  • Τόπος κατάφυτος από δέντρα:
    • εις τόπον υπολίβαδον ήτον πολύς δενδριώνας (Διγ. Esc. 1623).

[μτγν. ουσ. δενδρών. Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες