Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δενδροηλιόμορφος, επίθ.
-
- (Προκ. για κόρη) ωραία σαν ένα δέντρο κι όπως ο ήλιος, θαλερή και εκθαμβωτική (πβ. Ortolà Salas, Φλώρ., σ. 239):
- (Φλώρ. 191).
[<ουσ. δένδρον + επίθ. ηλιόμορφος]
- (Προκ. για κόρη) ωραία σαν ένα δέντρο κι όπως ο ήλιος, θαλερή και εκθαμβωτική (πβ. Ortolà Salas, Φλώρ., σ. 239):