Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκτικός, επίθ.
-
- Δεκτικός, κατάλληλος να δεχτεί κ.:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 3222).
[αρχ. επίθ. δεκτικός. Η λ. και σήμ.]
- Δεκτικός, κατάλληλος να δεχτεί κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκτικός -ή -ό [δektikós] Ε1 : που έχει τη δυνατότητα ή την ικανότητα να δεχτεί ερεθίσματα, εντυπώσεις κτλ. και να ανταποκριθεί σ΄ αυτά ή να τα αφομοιώσει: Είναι ~ στις νέες ιδέες. || (λόγ., με γεν.) επιδεκτικός: Δεν είναι ~ βελτιώσεως.
[λόγ. < αρχ. δεκτικός]