Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δείνωμαν το.
-
- Σοβαρότητα, σεμνότητα:
- ην εκεί το δείνωμαν παιγνίδιν των Ερώτων (Kαλλίμ. 2070).
[μτγν. ουσ. δείνωμα]
- Σοβαρότητα, σεμνότητα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δείνωση η [δínosi] Ο33 : 1. (λόγ., φιλολ.) μεγαλοποίηση. 2. επιδείνωση, χειροτέρευση. || (γλωσσ.): ~ της σημασίας μιας λέξης, εξέλιξη της σημασίας της έτσι ώστε να δηλώνει κτ. χειρότερο.
[λόγ. < αρχ. δείνω(σις) -ση (στη σημ. 1)]