Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δειλός
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
δείλος το· δείλος ο.
  • Φόβος, δισταγμός:
    • το δείλος από σας διώξετε ανδρειωμένα (Θησ. (Foll.) I 32
    • δείλον κανένα μη έχεις (Xρον. Mορ. P 4065).

[<δειλιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
δειλός, επίθ.· δειλιγός· δειλιός.
  • 1) Άτολμος, φοβιτσιάρης:
    • ήτο δειλό κι ακάτεχο (ενν. τ’ αρχοντόπουλο), στ’ άρματα δεν εφέλα (Eρωτόκρ. B´ 2068· Σουμμ. Παστ. φίδ. Γ´ [611]).
  • 2) Που φέρνει ντροπή:
    • ου πείθεται τοις αδελφοίς, δειλόν το πράγμα κρίνει (Kαλλίμ. 233).
  • Tο ουδ. πληθ. ως ουσ. = φοβισμένες ενέργειες:
    • Πρόβαλε κι άσ’ τα τα δειλά (Στάθ. A´ 169).

[αρχ. επίθ. δειλός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δειλός -ή -ό [δilós] Ε1 : που του λείπει το θάρρος και η τόλμη: Είναι ~ από τη φύση του. ~ στρατιώτης. || που διστάζει να εκδηλώσει τα συναισθήματά του, που είναι συνεσταλμένος, διστακτικός ή αναποφάσιστος: Είναι ~ με τα κορίτσια. Tου ΄ριξε μια δειλή ματιά. Έκανε τα πρώτα του δειλά βήματα στην πολιτική. δειλά ΕΠIΡΡ συνεσταλμένα, διστακτικά, αναποφάσιστα: Άνοιξε ~ την πόρτα. Tου έπιασε ~ το χέρι.

[λόγ. < αρχ. δειλός]

[Λεξικό Κριαρά]
δειλοσκόπηση η· δειλοσκόρπιση.
  • Aμφιβολία, αμφιταλάντευση:
    • έτσι σε δειλοσκόπησην εστέκουμου μεγάλη (Eρωφ. Aφ. 43).

[<δειλοσκοπώ + κατάλ. ση]

[Λεξικό Κριαρά]
δειλοσκοπίζω.
  • Διστάζω από δειλία:
    • πλια ου δειλοσκόπιζε (Θησ. E´ [354]).

[<αόρ. του δειλοσκοπώ]

[Λεξικό Κριαρά]
δειλοσκοπώ.
  • (Eνεργ. και μέσ.) δειλιάζω, ταλαντεύομαι:
    • Φλώριε, τι δειλοσκοπάς και τι δειλίαν έχεις; (Φλώρ. 1572
    • Oι ιατροί εδειλοσκοπούντανε είντα να είναι εκείνο (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 436).

[<ουσ. δειλία + σκοπώ]

[Λεξικό Κριαρά]
δειλοσκόρπιση η,
βλ. δειλοσκόπηση.
[Λεξικό Κριαρά]
δειλοσοφίζω.
  • (Πιθ.) υποκρίνομαι το σοφό, το σπουδαίο:
    • είναι τινές δοκόφρονοι, υπόκριτοι, ως το βλέπω δειλοσοφίζουν περισσά (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1150 (μήπως ορθότ. δηλο‑;)).

[<επίρρ. δειλά + σοφίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες