Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δείνα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δείνα [δina] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται με άρθρο και στα τρία γένη στη θέση ουσιαστικού ή επιθέτου για πρόσωπο ή πράγμα στο οποίο ο ομιλητής αναφέρεται αόριστα, γιατί δεν μπορεί ή δε θέλει να το ονομάσει, να το ορίσει (συχνά έχει προηγηθεί με ανάλογη χρήση η αντωνυμία τάδε).

[λόγ. < αρχ. δεῖνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεινά τα [δiná] Ο38 : γεγονότα συνήθ. απρόσμενα, που φέρνουν στον άνθρωπο μεγάλη δυστυχία· συμφορές: ~ της ανθρωπότητας.

[αρχ. δεινά (δες στο δεινός)]

[Λεξικό Κριαρά]
δείνα, αντων.· δείνας· ?δεις, (Ασσίζ. 11623οδείνα(ς).
  • (Προκ. για πρόσωπα ή πράγματα που δεν αναφέρονται) κάποιος, ο τάδε (πάντοτε με το άρθρο):
    • βλέπεις τον δείνα (Προδρ. III 58
    • ιάτρευσεν τον οδείνα παράλυτον (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 425).

[αρχ. αντων. δείνα. Η λ. και ο τ. δείνας και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δείνας ο [δínas] αντων. αόρ. (βλ. Ο2, χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) δείνα (για το αρσενικό γένος).

[μσν. δείνας < αρχ. δεῖνα με προσθήκη του χαρακτηριστικού του αρσ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες