Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δασύτριχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασύτριχος -η -ο [δasítrixos] Ε5 : που έχει πυκνό τρίχωμα: Δασύτριχο στέρνο. Δασύτριχο ζώο.

[λόγ. < ελνστ. δασύθριξ, αιτ. -τριχα, μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. σε -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες