Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δασότοπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασότοπος ο [δasótopos] Ο20 : περιοχή, τόπος που καλύπτεται από δάση.

[δάσ(ος) -ο- + -τοπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες