Παράλληλη αναζήτηση
62 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δασαρχείο το [δasarxío] Ο39 : δημόσια υπηρεσία που ασχολείται με την προστασία και τη συντήρηση των δασών. || το κτίριο στο οποίο αυτή στεγάζεται.
[λόγ. δασάρχ(ης) -είον]
- δασάρχης ο [δasárxis] Ο10 : δημόσιος υπάλληλος, διευθυντής δασαρχείου.
[λόγ. δάσ(ος) + -άρχης]
- δασεία η [δasía] Ο25 : το ένα από τα δύο σημάδια (῾) που γράφονταν επάνω από το αρχικό φωνήεν ή το δίψηφο μιας λέξης (στο πολυτονικό σύστημα της ελληνικής γραφής): Tα πνεύματα, δηλαδή η ψιλή και η ~, διατηρούνταν ως πρόσφατα στη νεοελληνική για λόγους ιστορικούς.
[λόγ. < ελνστ. δασεῖα ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δασύς, ορθογρ. σύμβολο για δήλωση του αρχ. συμφ. [h], που στην αρχ. εποχή γραφόταν με το γράμμα Η και που στο μεταξύ είχε πάψει να προφέρεται: αρχ. <HΕΛΛAΣ> <ΗΕΛΙΟΣ> ελνστ. γραφή <`ΕΛΛAΣ> <`HΛIΟΣ> (δες και Η)]
- δασερός, επίθ.
-
- Πυκνός, φουντωτός:
- δασερά δεντρά και πυκνοβλαστημένα (Κυπρ. ερωτ. 1125).
[<αρχ. επίθ. δασύς + κατάλ. ‑ερός. Η λ. στο LBG, στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Πυκνός, φουντωτός:
- δάσι το.
-
- Δάσος:
- κίχλα που ’τονε μέσα εις ένα δάσι (Αιτωλ., Μύθ. 313).
[<πληθ. δάση του ουσ. δάσος (ΙΙ). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ος)]
- Δάσος:
- δασικός -ή -ό [δasikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα δάση ή που προέρχεται από αυτά: Δασική έκταση. Δασικοί δρόμοι. ~ πλούτος. Δασικά προϊόντα. Δασική οικονομία. Δασική υπηρεσία. || (ως ουσ.) ο δασικός, ονομασία κατώτερων υπαλλήλων της δασικής υπηρεσίας.
[λόγ. δάσ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. forestier]
- δασινός, επίθ.
-
- Το ουδ. ως ουσ. στον πληθ. = τα πράσινα:
- ντύθηκεν η γη τα δασινά και με τα χόρτα τα χλωρά ’μορφίζεται (Κυπρ. ερωτ. 971).
[<ουσ. δάσος + κατάλ. ‑ινός. Πβ. ιδιωμ. δασινός (ΙΛ)]
- Το ουδ. ως ουσ. στον πληθ. = τα πράσινα:
- δάσκαλ‑, δασκάλ‑, δασκαλ‑,
- βλ. διδάσκαλ‑, διδασκάλ‑, διδασκαλ‑.
- δασκάλεμα το [δaskálema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δασκαλεύω: Όπως κατάλαβες, τα δασκαλέματα της φιλενάδας σου δε σου βγήκαν σε καλό.
[μσν. διδασκάλεμα (με απλολ. κατά το διδάσκαλος > δάσκαλος) < διδασκαλεύ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- δασκαλεύω [δaskalévo] -ομαι Ρ5.2 : συμβουλεύω κπ. τι να πει και τι να κάνει σε δεδομένη στιγμή: H μάνα της τη δασκάλεψε πώς να μιλήσει / να φερθεί. Ήρθε δασκαλεμένος από το δικηγόρο του. || καθοδηγώ κπ. σε πράξεις που κανονικά θεωρούνται μεμπτές: Ποιος σε δασκάλεψε να πεις τέτοια ψέματα;
[μσν. δασκαλεύω < διδασκαλεύω < διδάσκαλ(ος) -εύω με απλολ. κατά το διδάσκαλος > δάσκαλος]