Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δακτυλίδιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δακτυλίδιον το· δακτυλίδι· δακτυλίδιν· δαχτυλίδι· δαχτυλίδιν· δαχτυλίδιον.
  • α) Δαχτυλίδι:
    • δαχτυλίδιον … χρυσόν (Χρον. Μορ. H 1866
  • β) δαχτυλίδι αρραβώνα·
    • (συνεκδ.) αρραβώνας:
      • Ο νιότερος ζητά φιλί κι η κόρη δακτυλίδι (Ριμ. κόρ. 580).

[μτγν. ουσ. δακτυλίδιον. Ο τ. ι στο Βλάχ. Ο τ. δαχτυλίδι και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες