Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δακρυγόνος -α -ο [δakriγónos] Ε4 : (προφ.) δακρυογόνος. || (ως ουσ.) τα δακρυγόνα, αέρια που προκαλούν δάκρυα και προσωρινή μείωση ή απώλεια της όρασης: H αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα για να διαλύσει τους εξαγριωμένους φιλάθλους.
[λόγ. δάκρυ + -γόνος μτφρδ. γαλλ. lacrymogène (-gène = -γόνος)]