Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δακρυγόνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δακρυγόνος -α -ο [δakriγónos] Ε4 : (προφ.) δακρυογόνος. || (ως ουσ.) τα δακρυγόνα, αέρια που προκαλούν δάκρυα και προσωρινή μείωση ή απώλεια της όρασης: H αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα για να διαλύσει τους εξαγριωμένους φιλάθλους.

[λόγ. δάκρυ + -γόνος μτφρδ. γαλλ. lacrymogène (-gène = -γόνος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες