Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δαιμόνιον το.
-
- Ακάθαρτο πνεύμα, δαιμονικό:
- ο μέγας Ιωάννης … δώχνει τα δαιμόνια (Μαχ. 363).
[αρχ. ουσ. δαιμόνιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Ακάθαρτο πνεύμα, δαιμονικό: