Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαΐζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δαΐζω· δάζω.
  • (Προκ. για άλογο) είμαι γρήγορος:
    • να δαΐζει ωσάν ο ποταμός (Λίβ. N 2525).

[<επίθ. δάος + κατάλ. ‑ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες