Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίωξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίωξη η [δíoksi] Ο33 : 1α. το σύνολο των ενεργειών που αποσκοπούν στον εντοπισμό και στη σύλληψη ατόμου που έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα: Yπηρεσία δίωξης ναρκωτικών / λαθρεμπορίου / κοινού εγκλήματος. || H Δίωξη, η αρμόδια υπηρεσία της αστυνομίας για τη δίωξη του εγκλήματος: Yπηρετεί στη Δίωξη. β. (νομ.) β1. ποινική ~, το σύνολο των δικαστικών ενεργειών εναντίον ατόμου που έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα: Ο εισαγγελέας άσκησε (ποινική) ~ εναντίον του δράστη / εναντίον του για φόνο. Aσκήθηκε (ποινική) ~ για την υπόθεση των καταχρήσεων. Aυτεπάγγελτη ~. β2. πειθαρχική ~, το σύνολο των διοικητικών ενεργειών εναντίον δημόσιου λειτουργού, ο οποίος έχει υποπέσει σε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα. 2. (συνήθ. πληθ.) ενέργειες κρατικών κυρίως οργάνων, που αποβλέπουν στην ηθική και υλική βλάβη ατόμου ή ομάδας και με τις οποίες προσβάλλονται τα ατομικά δικαιώματα του πολίτη· διωγμός2.

[λόγ. < αρχ. δίωξις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες