Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίχως
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίχως [δíxos] πρόθ. : δηλώνει επιρρηματικές σχέσεις· χωρίς· συντάσσεται: 1. με αιτιατική. ANT με· δηλώνει: α. έλλειψη, στέρηση, απουσία: Πού πας ~ παλτό; Ήρθε μόνη της ~ τα παιδιά. || (προφ.) με την πρόθεση με: Έζησε όλη του τη ζωή με ~ σκοτούρες. Έμεινε με ~ φράγκο, του τέλειωσαν τα λεφτά. || με αφηρημένο ουσιαστικό ισοδυναμεί με επίθετο σύνθετο με το στερητικό α- 1 και το ουσιαστικό: ~ γούστο / καρδιά / μυαλό, άγουστος, άκαρδος, άμυαλος. ΦΡ το ~ άλλο, οπωσδήποτε, ανυπερθέτως: Aύριο, το ~ άλλο, σε περιμένω. β. εξαίρεση: Πέτυχαν έξι ~ τους επιλαχόντες, χωρίς να υπολογιστούν οι επιλαχόντες. 2. με βουλητική πρόταση που εισάγεται με το να για δήλωση εξαίρεσης, παραχώρησης ή εναντίωσης: Xρωστάει πενήντα χιλιάδες ~ να λογαριάσουμε τους τόκους. Tου μίλησε ~ να τον γνωρίζει, αν και δεν τον γνώριζε. Παντρεύτηκε ~ να το μάθει κανείς, και δεν το έμαθε κανείς.

[μσν. δίχως < συμφυρ. αρχ. διχῶς `διπλά΄ & δίχα `χωριστά΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δίχως, πρόθ.· διχώς· οδίχως.
  • α) Χωρίς:
    • δίχως τινός ερεύνας (Προδρ. II 70 χφ H κριτ. υπ.
    • δίχως κανέναν πόλεμον (Ασσίζ. 10225
    • να ζω διχώς σου (Φλώρ. 1120
    • (με προηγ. την πρόθ. με):
      • με δίχως τρόμον (Αλεξ. 340
  • β) έκφρ. δίχως άλλο = πάντως, οπωσδήποτε:
    • (Ερωτόκρ. Α´ 863
  • γ) έκφρ. δίχως αριθμοσύνη, βλ. αριθμοσύνη έκφρ.

[<συμφ. των αρχ. προθ. διχώς και δίχα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
διχωστάς, πρόθ.· δίχωστα· διχωστά· δίχωστας.
  • Δίχως, χωρίς:
    • διχωστάς την κόρη μου (Ερωφ. Β´ 334
    • (με προηγ. την πρόθ. με):
      • με διχωστάς λαβωματιά (Ερωτόκρ. Β´ 2015).

[<επίρρ. δίχως με παρέκταση (Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α´ 223)· πβ. ανισωστάς, μαλλιοστάς. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες