Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δίχα, πρόθ.· δίχου· οδίχα.
-
- α) Χωρίς:
- (Εκατόλ. 230)·
- β) (με την πρόθ. με) χωρίς:
- με δίχα κάψα λάμπουν τ’ άστρα (Κυπρ. ερωτ. 1059).
[αρχ. πρόθ. δίχα. Τ. θίχα, θίγα και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- α) Χωρίς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχάζω [δixázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (συνήθ. παθ.) για κτ. που χωρίζεται σε δύο σκέλη, τα οποία όσο εκτείνονται σε μήκος τόσο απομακρύνονται μεταξύ τους: Στο σημείο όπου διχάζεται ο ποταμός σχηματίζεται ένα δέλτα. Διχάζεται ο δρόμος. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ έντονες αντιθέσεις σε ένα σύνολο ανθρώπων, οι οποίες οδηγούν στη διάσπαση της ενότητάς του: H κυβέρνηση κατηγορείται ότι με τις ενέργειές της επιχειρεί να διχάσει το λαό. Λαός διχασμένος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα εθνικά του προβλήματα. Διχασμένη οικογένεια. || (παθ.) για άτομα που αντιπροσωπεύουν δύο αντίθετες τάσεις: Οι γνώμες των γιατρών συμφωνούν στη διάγνωση, διχάζονται όμως στο πρόβλημα της θεραπείας. H επιτροπή παρουσιάζεται διχασμένη ως προς τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. β. (ψυχιατρ.) διχασμένη προσωπικότητα, άτομο που παρουσιάζει διχασμό της προσωπικότητάς του.
[λόγ.: 1: αρχ. διχάζω· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- διχάζω.
-
- I. (Ενεργ.) σχίζω στα δύο:
- τον εδίχασεν τον λέοντα εις δύο (Αχιλλ. O 697).
- II. (Μέσ.) σχίζομαι (στα δύο):
- γη και ουδέν διχάζεσαι …; (Καλλίμ. 1542).
[αρχ. διχάζω. Η λ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) σχίζω στα δύο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχάλα η [δixála] Ο25 : 1. ξύλο που στη μία άκρη του χωρίζεται στα δύο, σε σχήμα κεφαλαίου ύψιλον (Y). || αντικείμενο στο οποίο έχουν δώσει το σχήμα της φυσικής διχάλας: Στήριξαν τη σούβλα επάνω σε δύο σιδερένιες διχάλες. 2. δικράνι.
[αρχ. (δωρ. διάλ.) διχάλα `το χώρισμα των μηρών΄ (επίθ. δίχηλος `με δύο χηλές΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διχάλι το.
-
- Γεωργικό εργαλείο με διχαλωτό άκρο, δικράνι:
- εστέκασι τα δόντια τους έξω ώσπερ διχάλια (Αλεξ. 2062).
[<μτγν. ουσ. διχάλα + κατάλ. ‑ι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Γεωργικό εργαλείο με διχαλωτό άκρο, δικράνι:
[Λεξικό Κριαρά]
- διχαλό το.
-
- Σημείο όπου διχάζεται ο δρόμος:
- ως το διχαλό και πέρα ως το σύνορον των χωραφίων (Βαρούχ. 1676).
[ουδ. του επιθ. διχαλός ως ουσ. Τ. δίχαλον σε Γλωσσάρ. (LBG, λ. δίχαλος)]
- Σημείο όπου διχάζεται ο δρόμος:
[Λεξικό Κριαρά]
- διχαλοδικράνιν το.
-
- Τσουγκράνα με διχαλωτή άκρη:
- (Σπανός D 652).
[<επίθ. δίχαλος + ουσ. δικράνιν]
- Τσουγκράνα με διχαλωτή άκρη:
[Λεξικό Κριαρά]
- δίχαλος (I), επίθ.· διχαλός· δίχηλος.
-
- Που χωρίζεται σε δυο σκέλη, διχαλωτός:
- διχαλήν ουρίτσαν (Πουλολ. 380).
[αρχ. επίθ. δίχηλος - διχαλός. Η λ. (Ησύχ., LBG) και ο τ. ‑ός και σήμ. ιδιωμ.]
- Που χωρίζεται σε δυο σκέλη, διχαλωτός:
[Λεξικό Κριαρά]
- δίχαλος (II) ο.
-
- Μεγάλο δικράνι:
- εβάσταζες τον δίχαλον (Σπανός A 119).
[<ουσ. διχάλι + κατάλ. ‑ος· βλ. Μηνάς 1978: 20]
- Μεγάλο δικράνι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχαλωτός -ή -ό [δixalotós] Ε1 : 1. που καταλήγει σε διχάλα: ~ κλώνος. Διχαλωτό ραβδί. 2. που έχει το τελικό του τμήμα χωρισμένο σε δύο κλάδους, σε σχήμα κεφαλαίου ύψιλον (Y): Διχαλωτή γλώσσα / ουρά. Διχαλωτή γενιάδα.
[διχάλ(α) -ωτός]