Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίστομος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δίστομος, επίθ.
  • Που έχει δύο κόψεις, δίκοπος:
    • μαχαίρι δίστομον (Ερωφ. Δ´ 50
    • δίστομον σπαθίν (Παλαμήδ., Βοηβ. 597).

[αρχ. επίθ. δίστομος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίστομος -η -ο [δístomos] Ε5 : (λόγ., λογοτ.) δίκοπος: Δίστομη μάχαιρα. Δίστομο μαχαίρι.

[λόγ. < αρχ. δίστομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες