Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διοσημία η [δiosimía] Ο25 : μετεωρολογικό ή ουράνιο φαινόμενο που, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, ήταν σημάδι σταλμένο από το Δία, για να προαναγγείλει τα μέλλοντα να συμβούν.
[λόγ. < αρχ. Διοσημία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διόσκουροι οι [δióskuri] Ο19 : χαρακτηρισμός δύο ανθρώπων που συνδέονται με στενή φιλία ή που συνεργάζονται στενά, σε μετωνυμία από τους Διοσκούρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τον Kάστορα και τον Πολυδεύκη.
[λόγ. < ελνστ. Διόσκουροι, αρχ. Διόσκοροι]