Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκην
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίκην [δíkin] επίρρ. : (λόγ.) όπως, ως, σαν: ~ εισαγγελέα αποφάσισε για την ενοχή της.

[λόγ. < αρχ. δίκην, αιτ. της λ. δίκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες