Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διζωνικός -ή -ό [δizonikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ύπαρξη δύο (εδαφικών) ζωνών: Διζωνική ομοσπονδία. Πρόταση για διζωνική λύση του Kυπριακού.
[λόγ. δι- 1 + ζών(η) -ικός μτφρδ. αγγλ. bizonal]