Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίεδρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίεδρος -η -ο [δíeδros] Ε5 : (γεωμ.) δίεδρη γωνία, που σχηματίζεται από δύο επίπεδα (έδρες), τα οποία ξεκινούν από την ίδια ευθεία (την ακμή της γωνίας). || ο χώρος που περικλείεται από τα δύο επίπεδα.

[λόγ. < γαλλ. dièdre < di- = δι- 1 + èdre = έδρ(α) -ος (διαφ. το αρχ. δίεδρος `που κάθεται χωριστά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες