Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίδω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίδω [δíδo] -ομαι Ρ αόρ. έδωσα, απαρέμφ. δώσει, παθ. αόρ. δόθηκα, απαρέμφ. δοθεί : (λόγ.) δίνω. || (παθ., μαθημ.): Δίδεται σημείο εκτός ευθείας. Δίδονται οι δύο πλευρές και ζητείται η τρίτη.

[λόγ. < ελνστ. δίδω (αρχ. δίδωμι)]

[Λεξικό Κριαρά]
δίδω· διδώ· δίνω· δούδω· ?εδίδω· γ´ πληθ. παρατ. εδούσαν· αόρ. (ε)δόθην — (ε)δόθηκα· (έ)δωκα — (ή)δωκα· έδωσα — ήδωσα· μτχ. παρκ. δομένος· δοσμένος.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) (Με αντικ. που δηλώνει πρόσωπο ή πράγμα) δίνω στο χέρι, δίνω:
        • (Ιμπ. 536), (Ερωφ. Β´ 493), (Μαχ. 9437
        • (με σύστ. αντικ.):
          • δοσμό να δώσεις (Πεντ. Δευτ. ΧV 10
        • φρ. δίδω χέρι = απλώνω το χέρι μου:
          • (Πεντ. Γέν. ΧΧΧVΙΙΙ 28).
      • 2)
        • α) Παρέχω, χαρίζω:
          • ο Θεός να του δώσει ζωήν (Μαχ. 4902· Διγ. O 32
          • φρ. δίδω χάρισμαν = χαρίζω:
            • (Αχιλλ. N 1194
        • β) παρέχω (ως προίκα):
          • (Βακτ. αρχιερ. 174
        • γ) προσφέρω στο Θεό:
          • Να σφάξει βόδια εκατόν και τον θεόν να δώσει (Αιτωλ., Μύθ. 182
        • δ) αφιερώνω (στίχους ή συγγραφή):
          • (Εμμ. Τζάνε, Αφ. 14210).
      • 3) Κληροδοτώ:
        • (Ασσίζ. 26223).
      • 4)
        • α) Πληρώνω:
          • δω μας τα άσπρα όπου μας χρεωστάς (Σουμμ., Ρεμπελ. 175
          • φρ. δίδω το κοινόν χρέος = πεθαίνω:
            • (Ιστ. πατρ. 9514
        • β) τιμωρώ:
          • (Πεντ. Έξ. XXI 22).
      • 5)
        • α) Παραχωρώ (πρόσωπο για μια υπηρεσία):
          • Τρεις βάιες την εδώκασιν να είναι μετ’ εκείνην (Διγ. Z 83
        • β) παραχωρώ (από εύνοια):
          • Ευχαριστώ τους Έρωτας, καλόν άνδρα μ’ εδώκαν (Διγ. Esc. 1147.
        • γ) παραχωρώ (περιοχή):
          • αυθέντην τον εκάμασι, την Άρταν του εδώκαν (Κορων., Μπούας 5
        • δ) παραχωρώ (άντρες, στρατεύματα, πλοία, κλπ., για ένα έργο):
          • Τριακοσίους Σαρακηνούς … έδωκεν να φυλάττωσιν τριγύροθεν τες πόρτες (Διγ. Z 88).
      • 6)
        • α) Παραδίδω (πρόσωπο ή την ψυχή μου στη διάκριση προσώπου ή φαινομένου):
          • Για να με δώσεις τση φωτιάς, ήθρεφες το κορμί μου; (Θυσ. 807
          • φρ. δίδω την ψυχήν = πεθαίνω:
            • (Θρ. Κύπρ. Μ 534
        • β) παραδίδω (κατά τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων):
          • έδωκαν την περίφημη Κρήτη κι αγάπη εγίνη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56026).
      • 7)
        • α) (Με αντικ. συν. αφηρημένο ουσ.) παρέχω:
          • (Πανώρ. Α´ 321
          • απιλογιά της ήδωκε (Ερωτόκρ. Α´ 942
        • β) (μαθηματ.) δίνω ως εξαγόμενο:
          • εάν τα αβ´ δίδουν γη´, τα βε´ τι θέλουν δώσει; (Rechenb. 74
        • γ) φρ.
          • (1) δίνω αναπνιά, βλ. αναπνιά 1 φρ.·
          • (2) δίδω απάνου μου = βάζω απάνω μου κάπ., υποτάσσομαι σε κάπ.:
            • (Πεντ. Δευτ. ΧVΙΙ 15
          • (3) δίδω απόλυση = (προκ. για ιερέα) τελειώνω τη θεία λειτουργία:
            • (Διήγ. ωραιότ. 392
          • (4) δίδω (απο)χαιρετισμόν = (απο)χαιρετώ:
            • (Διγ. O 957), (Φαλιέρ., Ιστ. 221
          • (5) δίδω τ’ αφτιά (μου) σε κ. = προσέχω κ., προσέχω τα λόγια κάπ.:
            • (Αχέλ. 60
          • (6) δίδω βουλήν =
            • (α) συμβουλεύω:
              • (Ερωτοπ. 67
            • (β) συσκέπτομαι, συζητώ:
              • (Βεν. 81
            • (γ) αποφασίζω:
              • (Ερωτόκρ. Δ´ 243
          • (7) δίδω γνώσιν (σε κάπ. για κ.) = συνιστώ:
            • (Διγ. Άνδρ. 35417
          • (8) δίδω δαχτυλίδι = αρραβωνιάζομαι:
            • (Ερωτόκρ. Γ´ 1316
          • (9) δίδω διαλαλημόν = διακηρύσσω:
            • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39212
          • (10) δίδω έξω = εκδίδω, δημοσιεύω:
            • (Αχέλ. 39
          • (11) δίδω έπαινο (σε κάπ.) = επαινώ:
            • (Ερωτόκρ. Δ´ 292
          • (12) δίδω έργον = συμβάλλω, ενισχύω για κ.:
            • (Αχέλ. 845
          • (13) δίδω ερμηνείαν = καθοδηγώ:
            • (Χούμνου, Κοσμογ. 606
          • (14) δίδω ζωή στο θάνατο = θυσιάζω τη ζωή μου:
            • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28228
          • (15) δίδω ζωήν = σώζω:
            • (Π. Ν. Διαθ. φ. 355β, 26
          • (16) δίδω ζωήν (σε κάπ.) = προβλέπω παράταση ζωής:
            • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 460
          • (17) δίδω θέλημα = συγκατανεύω:
            • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30421
          • (18) δίδω καρδίαν = εγκαρδιώνω, ενθαρρύνω:
            • (Μαχ. 6454
          • (19) δίδω σε λάμψη = δίνω στο φως, δημοσιεύω:
            • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 13529
          • (20) δίδω λόγον =
            • (α) απολογούμαι:
              • (Αλφ. (Μπουμπ.) II 31
            • (β) ανακοινώνω:
              • (Διγ. Α 1000
            • (γ) υπόσχομαι:
              • (Στάθ. Ιντ. β´ 131
          • (21) δίδω λόγον, μιλιά, φωνήν = μιλώ:
            • (Γεωργηλ., Βελ. Λ 152), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2774), (Απολλών. 638
          • (22) δίδω λόγον καλόν ή δυο λόγια μερωμένα = μιλώ με ευγένεια:
            • (Σπαν. O 132), (Πανώρ. Γ´ 208
          • (23) δίδω λόγον φοβερόν = δίδω αυστηρή διαταγή:
            • (Διγ. Z 1977
          • (24) δίδω όρκον = ορκίζομαι:
            • (Χρον. Μορ. P 1708
          • (25) δίδω μακάριον = μακαρίζω:
            • (Γεωργηλ., Θαν. 601
          • (26) δίδω μαρτύριον (σε κάπ.) = βασανίζω κάπ.:
            • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 319ν
          • (27) δίδω το μικρόν ή το μέγα μήνυμα, βλ. μήνυμα
          • (28) δίδω νίκην = νικώ:
            • (Κορων., Μπούας 121
          • (29) δίδω τη νιότη μου = θυσιάζω, σπαταλώ τη νιότη μου· (από άποψη ευρωστίας) καταρρέω:
            • (Ερωτόκρ. Α´ 121
          • (30) δίδω νώτα σε κάπ. = τρέπομαι σε φυγή μπροστά σε κάπ.:
            • (Βίος Αλ. 4149
          • (31) δίδω πάθη = τιμωρώ:
            • (Ερωτόκρ. Β´ 820
          • (32) δίδω πίστιν = εμπιστεύομαι:
            • (Χούμνου, Κοσμογ. 604
          • (33) δίδω το πλάγιασμα = συνευρίσκομαι:
            • (Πεντ. Λευιτ. XX 15
          • (34) δίδω πλέρωμα σε κ. = ανταμείβω για κ.:
            • (Πανώρ. Ε´ 402
          • (35) δίδω πλερωμή = τιμωρώ:
            • (Ζήν. Α´ 46
          • (36) δίδω πνοή = ζωογονώ:
            • (Ερωτόκρ. Β´ 48 κριτ. υπ.
          • (37) δίδω το πρόσωπό μου =
            • (α) στρέφω το προσωπό μου, κατευθύνω το βλέμμα μου:
              • (Πεντ. Λευιτ. ΧVΙΙ 10
            • (β) παρουσιάζομαι και δηλώνω τ’ όνομά μου:
              • (Τρωικά 5243
          • (38) δίδω πρόσωπο = αντιμετωπίζω (προκ. για εχθρό):
            • (Σουμμ., Ρεμπελ. 158
          • (39) δίδω στράτα σε κάπ. ή σε κ. = οδηγώ κάπ. ή κ., κατευθύνω:
            • (Χρον. Μορ. H 5226), (Πανώρ. Γ´ 468
          • (40) δίδω συμβούλιο = συγκροτώ, κάνω συμβούλιο:
            • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46916
          • (41) δίδω τόπον =
            • (α) παραχωρώ θέση:
              • (Ριμ. Απολλων. [481]
            • (β) παραμερίζω:
              • (Ζήν. Α´ 249-50
            • (γ) υποχωρώ:
              • (Μαχ. 25416
            • (δ) εξαφανίζομαι:
              • (Στάθ. Β´ 207
          • (42) δίδω τόπον της οργής = συγκρατώ την οργή μου:
            • (Ζήν. Β´ 199
          • (43) δίδω υποταγήν = υποτάσσομαι:
            • (Σουμμ., Ρεμπελ. 166
          • (44) δίδω χάρη = ευνοώ:
            • (Ροδολ. Α´ 491
          • (45) δίδω χέρι = βοηθώ:
            • (Μαρκάδ. 119
          • (46) δίδω το χέρι =
            • (α) συμφιλιώνομαι:
              • (Στάθ. Β´ 232
            • (β) επικυρώνω με χειραψία τη συμφωνία:
              • (Αχιλλ. L 186
          • (47) δίδω ψέγος σε κάπ. = κατηγορώ κάπ.:
            • (Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙV 19).
      • 8)
        • α) Απονέμω (αξίωμα, τιμή, προτίμηση, κλπ.):
          • (Κορων., Μπούας 141), (Γεωργηλ., Βελ. Λ 227), (Διγ. Gr 1671), (Μαχ. 8824
        • β) φρ.
          • (1) δίδω άδικον = δεν αναγνωρίζω ότι έχει κάπ. δίκιο:
            • (Κυπρ. ερωτ. 917), (Σουμμ., Ρεμπελ. 168
          • (2) δίδω δίκαιον = απονέμω δικαιοσύνη:
            • (Ασσίζ. 2628
          • (3) δίδω καταδίκη = κατηγορώ:
            • (Πανώρ. Γ´ 184).
      • 9) Δίνω (ως σύζυγο):
        • δίδουσίν με την ρήγαιναν γυναίκα (Ιμπ. 788).
      • 10) Αποδίδω ευθύνη σε κάπ. ή σε κ.:
        • στη νιότη δώσ’ το φταίσιμο (Ερωφ. Δ´ 344· Σουμμ., Ρεμπελ. 165).
      • 11)
        • α) (Με υποκ. λ. όπως ώρα, φύση, κλπ.) επιτρέπω, παρέχω το δικαίωμα, τη δυνατότητα, την ευκαιρία:
          • (Ch. pop. 844), (Ερωτόκρ. Ε´ 1513), (Ασσίζ. 44815), (Μαχ. 142), (Πανώρ. Α´ 207
        • β) συγκατανεύω:
          • (Ελλην. νόμ. 5568
        • γ) (με υποκ. τη λ. Θεός) ευδοκώ:
          • μόνε να δώσει ο Θεός να ζήσεις (Ιστ. Βλαχ. 1231
        • δ) φρ.
          • (1) δίδω το σάλβο κουντούτον = επιτρέπω την αναχώρηση:
            • (Μαχ. 52216
          • (2) δίδω ύπνον των ομματιών μου = αφήνω να με πάρει ο ύπνος:
            • (Χίκα, Μονωδ. 69).
      • 12)
        • α) Γνωστοποιώ:
          • (Λίβ. Esc. 2926
        • β) αρθρώνω, προφέρω:
          • τ’ όνομα μόνο το γλυκύ δίχως λαλιάν εδώσα (ενν. τα χείλη) (Ερωφ. Ε´ 164
          • φρ.
            • (1) δίδω απόφαση =
              • (α) διατυπώνω γνώμη, κρίση:
                • (Πανώρ. Δ´ 309 κριτ. υπ.
              • (β) αποφασίζω:
                • (Ελλην. νόμ. 5636), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1744
              • (γ) απολογούμαι:
                • (Νεκρ. βασιλ. 93
            • (2) δίδω κρίση, κρίσιμον =
              • (α) εκφράζω γνώμη:
                • (Ασσίζ. 1051), (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 812
              • (β) αποφασίζω:
                • (Χρον. Μορ. H 2419
              • (γ) βασανίζω:
                • (Ερωτόκρ. Α´ 492
            • (3) δίδω μαρτυρίαν = επιβεβαιώνω, ομολογώ:
              • (Γεωργηλ., Βελ. Λ 734), (Ερωτόκρ. Γ´ 1453
            • (4) δίδω νόβα = ειδοποιώ:
              • (Φορτουν. Δ´ 121
            • (5) δίδω όρδινο, ορδινιά, ορισμόν = εκδίδω διαταγή, διατάσσω:
              • (Βουστρ. 5219), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52115), (Μαχ. 17217).
      • 13)
        • α) Δείχνω:
          • τιμής σημάδι κι ευγενιάς πάντα του θέλω δώσει (Ερωτόκρ. Γ´ 258
        • β) προβάλλω:
          • να μην … δώσει ξόμπλι μετά σε πολλ’ άσκημο (Ερωτόκρ. Γ´ 806
        • γ) παρουσιάζω κ. σαν κ. άλλο:
          • να δώσω τους ουρανούς σαν το σίδερο (Πεντ. Λευιτ. ΧΧVΙ 19).
      • 14) (Προκ. για αισθήματα, πόνο, κλπ.) εκδηλώνω, εκφράζω, φανερώνω:
        • του παντοδύναμου Θεού έδωκ’ ευχαριστίαν (Ιστ. Βλαχ. 208· Ψευδο-Γεωργηλ., Αλ. Κων/π. 17), (Διγ. Gr. 859), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31616
        • φρ.
          • (1) δίδω έξω = φανερώνω:
            • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1179]
          • (2) δίδω δόξαν, δοξολογιάν, μεγαλότητα στον Θεό = δοξάζω, ευχαριστώ, υμνολογώ το Θεό:
            • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1768), (Χρον. Μορ. P 99), (Πεντ. Δευτ. XXXII 3
          • (3) δίδω προσκύνημα = προσκυνώ, είμαι υποτελής:
            • (Χρον. Μορ. H 3028).
      • 15)
        • α) Προκαλώ:
          • ο θάνατος ο ζωντανός μεγάλο πόνο δίδει (Ερωτόκρ. Δ´ 353
          • φρ.
            • (1) (απρόσ.) δίδεται όφελος = προκαλείται, παρουσιάζεται ωφέλεια:
              • (Ερωτόκρ. Α´ 478
            • (2) δίδω αρχή = κάνω αρχή, αρχίζω:
              • (Σουμμ., Ρεμπελ. 180
            • (3) δίδω (τη) γνώρα = δίνω γνωριμία, γνωρίζομαι (με κάπ.):
              • (Πανώρ. Γ´ 186
        • β) δίδω κ. σε κάπ. = μεταβάλλω, μετατρέπω:
          • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42125), (Πεντ. Δευτ. ΧΙV 25
        • γ) φρ.
          • (1) δίδω (τον) γύρον = περικυκλώνω:
            • (Χρον. Μορ. H 7005
          • (2) δίδω θάνατον = πεθαίνω:
            • (Μαχ. 6386
          • (3) δίδω θάνατον (του κορμιού μου), δίδω θάνατον (μοναχός μου), δίδω τον εδικόν μου θάνατον = αυτοκτονώ:
            • (Τζάνε, Κατάν. 441), (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 444
          • (4) δίδω το τέλος της ζωής = αυτοκτονώ:
            • (Πανώρ. Γ´ 645
          • (5) δίδω το σώμα μου εις θάνατον = ακινητώ το σώμα μου, «κάνω τον ψόφιο»:
            • (Φυσιολ. (Legr.) 1061
          • (6) δίδω θρουν, φωνήν = διαδίδω (είδηση):
            • (Δούκ. 2134), (Χρον. Τόκκων 3901
          • (7) δίδω ’λασία (= ελασία) = αρχίζω πορεία, παίρνω δρόμο:
            • (Διακρούσ. 763
          • (8) δίδω πόλεμον = πολεμώ:
            • (Χρον. σουλτ. 12019
          • (9) κάπ. δίδει βράδι = κάποιος φέρνει τη νύχτα:
            • (Πεντ. Δευτ. ΧΧVΙΙΙ 67).
      • 16) Καθιστώ:
        • (Κορων., Μπούας 49
        • να σε δώσει ο Κύριος ο Θεός σου υψηλόν ιπί όλα τα έθνη (Πεντ. Δευτ. ΧΧVΙΙΙ 1).
      • 17)
        • α) Καθορίζω (πρόσωπο ή πράγμα ή και χρόνο για εκτέλεση έργου):
          • έδωκεν εγγυτήν να έλθει εις την ημέραν να τελειώσει (Ασσίζ. 926
        • β) επιβάλλω:
          • Ήλθασιν εις τα στέφανα, καθώς το δίδ’ η τάξις (Βέλθ. 1032).
      • 18)
        • α) (Με αντικ. πρόσωπο ή πράγμα) χτυπώ, πληγώνω:
          • εύχου να μη σε δώσουσιν σαγίτες των ερώτων (Αχιλλ. L 203
          • έδωκε τον μαύρον του με το πτερνιστήριον (Διγ. Άνδρ. 35815
        • β) κάνω να ηχήσει κρουστό ή πνευστό όργανο, κρούω, παίζω:
          • εδώκασιν τας σάλπιγγας (Διγ. Z 525
          • φρ. δίδω ήχον = με τη βοήθεια οργάνου ηχώ:
            • (Αργυρ., Βάρν. Κ 440
        • γ) (με αντικ. λ. όπως κονταρέα, σπαθέα, λουμπαρδιά, κλπ.) δίνω, ρίχνω:
          • (Διγ. Άνδρ. 35911), (Αχιλλ. L 1141), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34017
        • δ) ρίχνω:
          • να δώσω τα κορμιά σας ιπί τα κορμιά των ειδώλων σας (Πεντ. Λευιτ. ΧΧVΙ 30
          • φρ. δίδω μιά ή καμπόσες = χτυπώ ή χτυπώ επανειλημμένα:
            • (Φορτουν. Δ´ 180), (Γαδ. διήγ. 458).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) (Με υποκ. λ. όπως βουλή, καρδιά, νους, φρονιμάδα, κλπ.) συμβουλεύω, παρακινώ:
        • (Ιμπ. 485
        • Κατά εχθρών ορμήθηκεν, ως το ’διδε η καρδιά του (Κορων., Μπούας 84· Ερωτόκρ. Γ´ 1315).
      • 2) Ανταμείβω:
        • (Κορων., Μπούας 61).
      • 3) (Με εμπρόθ. προσδ.) χτυπώ, κάνω κ. να ηχήσει:
        • εις την πόρταν έδωκεν εκείνης της εισόδου (Λόγ. παρηγ. L 557).
      • 4)
        • α) (Με υποκ. λ. όπως βούκινο, τρομπέτα, «οι ώρες», κλπ.) ηχώ:
          • Εδώκασιν τα όργανα ένδον του καστελίου (Αχιλλ. O 306· Ιμπ. 118), (Μαχ. 36214
          • φρ. δίδουν τα τρία = χτυπά τρεις φορές το «τραπεζικόν ξύλον» (= σήμαντρο) για να καλέσει σε γεύμα τους μοναχούς:
            • (Προδρ. ΙV 166
        • β) (με υποκ. λ. όπως κονταρά, κλπ.) χτυπώ:
          • η κονταρά του Κρητικού ήδωκε στη μασέλα (Ερωτόκρ. Β´ 2013).
      • 5)
        • α) Επιτίθεμαι, χτυπώ:
          • (Ερωτόκρ. Δ´ 129
          • έκφρ. το δος και λάβε = αμοιβαία χτυπήματα, μάχη:
            • (Διγ. Esc. 34
          • φρ. δίδω και παίρνω = ανταλλάσσω χτυπήματα, πολεμώ:
            • (Προδρ. IV 193), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2863
        • β) γκρεμίζω:
          • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47518
        • γ) (μεταφ.) «χτυπώ», προσβάλλω:
          • (Ερωτόκρ. Γ´ 240), (Β´ 1496).
      • 6) (Με υποκ. λ. όπως ήλιος, άνεμος, κλπ.) χτυπώ· πέφτω:
        • Ο ήλιος δίδει στ’ άρματα και φέγγουσι (Ερωτόκρ. Β´ 1397· Β́ 2382).
      • 7)
        • α) Κατευθύνομαι:
          • δώσ’ μου εσύ βουλή, πε μου πού θες να δώσω (Πανώρ. Ε´ 113
        • β) ορμώ:
          • Προς τους εχθρούς εδώκασιν με ανδρειάν μεγάλην (Αχέλ. 2080
          • φρ. δίδω έξω = εγκαταλείπω την πόλη:
            • (Μαχ. 42432
        • γ) αφήνομαι, εμπιστεύομαι τον εαυτό μου:
          • (Αρμούρ. 28
          • φρ. δίδω σε θάνατο = πεθαίνω:
            • (Ζήν. Β´ 1632
        • δ) (ενίοτε με το επίρρ. κάτω) πέφτω:
          • (Ερωτόκρ. Β´ 1632
          • φρ. δίδω εις τα βύθη = κατακρημνίζομαι, καταστρέφομαι:
            • (Βεντράμ., Γυν. 162
        • ε) (προκ. για θύελλα, κλπ.) ενσκήπτω:
          • (Ερωτόκρ. Β´ 1385
        • στ) (προκ. για υγρό) στάζω:
          • (Αγαπ., Γεωπον. 239).
      • 8) Είμαι στραμμένος σε κάπ. κατεύθυνση, έχω θέα προς κ.:
        • παράθυρον όπου δίδει εις την εκκλησίαν (Καλούδ., Προσκυν. πς´· Βαρούχ. 85333).
      • 9) Τρυπώ:
        • να πάρεις το τρυπητήρι και να δώσεις εις το αφτί του (Πεντ. Δευτ. ΧV 17).
  • II. Μέσ.
    • 1) Παραδίνομαι:
      • στα χέρια τως θε να δοθώ ογιά να με μοιράσουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30120).
    • 2) Παραδίδω τον εαυτό μου σε κ., αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι:
      • Στ’ άρματα μόνο εδόθηκα (Φορτουν. Δ´ 313
      • Εδόθηκε με την καρδιάν και μ’ όλην την ψυχήν της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [486]).
    • 3) Ορμώ:
      • θα πάγει το φουσσάτο μου σε μάχη να δοθούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57711).
    • 4) Φανερώνομαι, εκδηλώνομαι:
      • προς εσέν και προς εμέν καλόγνωμος εδόθη (Φαλιέρ., Ιστ. 170).
  • Το ουδ. της μτχ. παρκ. δο(σ)μένο(ν) = καθορισμένο (από το Θεό ή τη φύση), επιτρεπτό, καθιερωμένο:
    • είχα πολλές αγαφτικές, σαν είν’ τω νιω δοσμένο (Πανώρ. Δ´ 9· Κυπρ. ερωτ. 9327).

[αρχ. δίδωμι - μτγν. δίδω. Ο τ. δίνω στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. δούδω και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες