Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέσμευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δέσμευση η [δézmefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δεσμεύω. α. ανάληψη ηθικής ή νομικής υποχρέωσης: Hθική ~. Aνέλαβα τη ~ να… β. ειδικά για περιουσιακά στοιχεία, απαγόρευση της χρήση τους κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις: ~ κεφαλαίων / καταθέσεων. ~ περιουσίας.

[λόγ. < ελνστ. δέσμευ(σις) `δέσιμο, φυλάκιση΄ -ση σημδ. αγγλ. binding]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες