Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεοντολογία η [δeondolojía] Ο25 : (φιλοσ.) η θεωρία των καθηκόντων και των υποχρεώσεων, στην ηθική. || σύνολο κανόνων που δεσμεύουν ηθικά κπ. στην εκτέλεση των επαγγελματικών του κυρίως καθηκόντων: H δημοσιογραφική ~ επιβάλλει το σεβασμό της προσωπικότητας του άλλου. Στην περίπτωση αυτή δεν τηρήθηκε ο κώδικας της ιατρικής δεοντολογίας.
[λόγ. < γαλλ. déontologie < αρχ. δεοντ- (δες δέων) -ο- + -logie = -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεοντολογικός -ή -ό [δeondolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δεοντολογία: ~ ιατρικός κώδικας.
δεοντολογικά & (λόγ.) δεοντολογικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. déontologique < déontolog(ie) = δεοντολογ(ία) -ique = -ικός· λόγ. δεοντολογικ(ός) -ώς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεόντως [δeóndos] επίρρ. τροπ. : σε ύφος δηκτικό και για καταστάσεις που επιβάλλουν ή επιτρέπουν μια κακή συμπεριφορά, καταλλήλως, όπως πρέπει: Tου απάντησε ~. Tον περιποιήθηκαν ~.
[λόγ. < αρχ. δεόντως]