Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δάσος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάσος το [δásos] Ο46 : 1α. εκτεταμένο τμήμα γης καλυμμένο από πυκνά, άγρια δέντρα· το σύνολο αυτών των δέντρων: Δάση από πεύκα / έλατα / καστανιές. Aγαπάτε το ~. Kάηκε το μισό ~. Tα δέντρα / τα ζώα του δάσους. H σημασία του δάσους για τον άνθρωπο είναι τεράστια. Στις παρυφές του δάσους. Παρθένο* ~. ΦΡ βλέπει το δέντρο και χάνει το ~, για κπ. που χάνεται στις λεπτομέρειες και αφήνει να του διαφύγει η ουσία. β. με υπερβολή, για να δηλώσει: β1. την έκταση και την πυκνότητα καλλιεργούμενων δέντρων: ~ από λεμονιές / από πορτοκαλιές / από ελιές. β2. τη μεγάλη έκταση και την πυκνότητα της βλάστησης γενικά: Ένα ~ από σκοίνα. ~ οι φτέρες. 2. (μτφ.) πλήθος από κατακόρυφα αντικείμενα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο: ~ από κατάρτια / από κεραίες / από καμινάδες. δασάκι το YΠΟKΟΡ. (λόγ.) δασύλλιο το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. δάσος· λόγ. δάσ(ος) -ύλλιον]

[Λεξικό Κριαρά]
δασός, επίθ.
  • (Προκ. για δένδρα, καλαμιώνα, κλπ.) πυκνόφυλλος, πυκνός:
    • δρυμώνας άκαρπος, άγριους ιδρύους γεμάτος, δασοί πολλά και υψηλοί (Θησ. Ζ´ [372]).

[<επίθ. δασύς. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ύς)]

[Λεξικό Κριαρά]
δάσος (I) ο.
  • Δάσος:
    • (Παρασπ., Βάρν. C 273
    • μάζωξε από τον δάσον άγρια μούσκλα (Αγαπ., Γεωπον. 163).

[<ουσ. δάσος το με αλλαγή γένους. Η λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)].

[Λεξικό Κριαρά]
δάσος (II) το· δάσο.
  • Δάσος:
    • (Πανώρ. Β´ 48
    • (μεταφ.):
      • να κρεμμίσω μες στου πόθου δάσος (Κυπρ. ερωτ. 10626).

[αρχ. ουσ. δάσος. Ο τ. και σήμ ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δασοσκέπαστος, επίθ.
  • Που καλύπτεται με δάση:
    • τόπον δασοσκέπαστον (Πόλ. Τρωάδ. 870).

[<ουσ. δάσος + σκεπάζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασοσκεπής -ής -ές [δasoskepís] Ε10 : (λόγ.) που καλύπτεται από δάση· δασόφυτος.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -σκεπής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες