Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δάνειον το.
-
- (Προκ. για χρήματα) αυτά που δανείζεται κάπ.:
- από πτωχόν δάνειον μηδέν επάρεις (Διδ. Σολομ. Ρ 143).
[αρχ. ουσ. δάνειον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- (Προκ. για χρήματα) αυτά που δανείζεται κάπ.: