Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δάκτυλο(ν) το· δάχτυλο.
-
- 1) Δάχτυλο:
- το ανύχι του δακτύλου μου (Φορτουν. Γ´ 692).
- 2) (Συνεκδ.) χέρι:
- πλακιά … γραμμένα με δάχτυλο του Θεού (Πεντ. Έξ. XXXI 18).
- 3) Μέτρο μήκους:
- χρυσάφιν … δύο δάκτυλα εις το χόντρος (Hagia Sophia ω 5274).
[<αρχ. ουσ. δάκτυλος. Ο τ. και σήμ. Η λ. (‑ο) στο Du Cange]
- 1) Δάχτυλο:
- δακτυλοβάμον το [δaktilovámon] Ο πληθ. δακτυλοβάμονα : (ζωολ., συνήθ. πληθ.) ως χαρακτηρισμός ζώων τα οποία βαδίζουν πατώντας με τα δάχτυλα στο έδαφος (σε αντιδιαστολή προς τα πελματοβάμονα, που πατούν με ολόκληρο το πέλμα). || (ως επίθ.): Δακτυλοβάμονα ζώα.
[λόγ. δάκτυλ(ος) -ο- + ελνστ. -βάμων, ουδ. -ον αναλ. προς το ελνστ. πτεροβάμων `που κινείται με φτερά΄, μτφρδ. νλατ. digitigrada (πληθ.)]
- δακτυλοβρεκτήρας ο [δaktilovrektíras] Ο2 : μικρό σκεύος με εμποτισμένο στο νερό σφουγγαράκι για το βρέξιμο των δαχτύλων με σκοπό την ευκολότερη φυλλομέτρηση βιβλίων, το μέτρημα χαρτονομισμάτων κτλ.
[λόγ. δάκτυλ(ος) -ο- + βρεκτήρ < βρεκ- (βρέχω) -τήρ > -τήρας]
- δακτυλογράφηση η [δaktiloγráfisi] Ο33 : το γράψιμο ενός κειμένου στη γραφομηχανή ή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Έδωσα τα χειρόγραφα για ~.
[λόγ. δακτυλογραφη- (δακτυλογραφώ) -σις > -ση]
- δακτυλογραφία η [δaktiloγrafía] Ο25 : η τεχνική του να γράφει κανείς σε γραφομηχανή ή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Γνωρίζει άριστα ~.
[λόγ. < γαλλ. dactylographie < αρχ. δάκτυλο(ς) + -graphie = -γραφία]
- δακτυλογραφικός -ή -ό [δaktiloγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δακτυλογραφία: Δακτυλογραφική μηχανή.
[λόγ. < γαλλ. dactylographique < dactylograph(ie) = δακτυλογραφ(ία) -ique = -ικός]
- δακτυλογράφος ο [δaktiloγráfos] Ο18 θηλ δακτυλογράφος [δaktiloγrá fos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη δακτυλογράφηση.
[λόγ. < γαλλ. dactylographe < αρχ. δάκτυλο(ς) + -graphe = -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- δακτυλόγραφος -η -ο [δaktilóγrafos] Ε5 : που τον έχουν δακτυλογραφήσει, δακτυλογραφημένος: Δακτυλόγραφο κείμενο. Δακτυλόγραφη επιστολή. || (ως ουσ.) το δακτυλόγραφο: Έχουν χαθεί τα δακτυλόγραφα των ποιημάτων μου / της εργασίας μου.
[λόγ. δακτυλογραφ(ώ) -ος μτφρδ. γαλλ. dactylographié (δες στο δακτυλογράφος)]
- δακτυλογραφώ [δaktiloγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω ένα κείμενο στη γραφομηχανή ή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Δακτυλογραφημένα έγγραφα. Πότε θα μου δακτυλογραφήσεις τα χειρόγραφα;
[λόγ. δακτυλογράφ(ος) -ώ μτφρδ. γαλλ. dactylographier (δες στο δακτυλογράφος)]
- δακτυλοδεικτούμενος -η -ο [δaktiloδiktúmenos] & δαχτυλοδεικτούμενος -η -ο [δaxtiloδiktúmenos] Ε5 : που φέρεται ως παράδειγμα προς μίμηση ή αποφυγή.
[λόγ. < μπε. του ελνστ. ρ. δακτυλοδεικτοῦμαι < αρχ. δακτυλοδεικτῶ· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]