Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δάγκωμα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάγκωμα το [δáŋgoma] & δάγκαμα το [δáŋgama] Ο49 : η ενέργεια του δαγκώνω: Tο ~ του λύκου / του φιδιού είναι επικίνδυνο. || (μτφ.): Nιώθει ένα ~ στην καρδιά κάθε φορά που τη βλέπει.

[μσν. δάγκωμα, δάγκα μα(ν) < δαγκώ(νω), δαγκά(νω) -μα(ν)]

[Λεξικό Κριαρά]
δάγκωμα το· δάκωμα.
  • 1) Δαγκωματιά·
    • (προκ. για έντομο) κέντρισμα:
      • δάκωμα σκορπίου (Ιατροσ. κώδ. φε´).
  • 2) (Ως σύστ. αντικ.) τόκος:
    • μη δαγκώσεις τον αδερφό σου δάγκωμα ασημιού (Πεντ. Δευτ. XXIII 20).

[<δαγκώνω + κατάλ. μα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαγκωματιά η [δaŋgomatxá] Ο24 : 1α. το αποτέλεσμα του δαγκώνω, τραύμα ή ίχνος που δημιουργήθηκε από δάγκωμα· δαγκωνιά: Tα χέρια του ήταν γεμάτα δαγκωματιές. Φαίνεται ακόμα η ~. Tο ψωμί είχε μια ~. β. η ενέργεια του δαγκώνω· δαγκωνιά: Tου ΄δωσε μια ~. 2. μικρή ποσότητα από στερεά τροφή που κόβεται με τα δόντια· δαγκωνιά2: Δώσε μου μια ~ από το μήλο σου.

[δαγκωματ- (δάγκωμα) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
δαγκωματιά η· δαγκωματία· δακωματέα.
  • Δάγκωμα:
    • Στα χείλη … να πέμψω μιαν δυνατή δαγκωματιά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [272]).

[<ουσ. δάγκωμα + κατάλ. ιά. Η λ. στο Somav. (λ. δαγκα‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες