Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γύρα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γύρα η [jíra] Ο25α : (οικ.) περιφορά, κύκλος, βόλτα: Πάμε να κάνουμε μια ~ στα μαγαζιά. ΦΡ τον / τη φέρνω ~, τον γυροφέρνω, τον πολιορκώ με σκοπό να πετύχω κτ. (έκφρ.) βγαίνω στη ~, για πλανόδιο πωλητή ή για κπ. που από ανάγκη απευθύνεται σε πολλούς ζητώντας κτ.

[μσν. γύρα < γύρ(ος) -α]

[Λεξικό Κριαρά]
γύρα η.
  • 1) Περιφορά, κύκλος:
    • τέσσερεις φορές του κάμασι τη γύρα (Ερωτόκρ. Δ´ 2019).
  • 2) Σειρά:
    • ήρτε η γύρα του αφέντη τους (Δαρκές, Προσκυν. 38).

[<γυρίζω. Η λ. το 10. αι. (LBG), στο Meursius (αι) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γυράζω,
βλ. γυριάζω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες