Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυψαδόρος ο [jipsaδóros] Ο18 : αυτός που κατασκευάζει γύψινες διακοσμήσεις.
[γύψ(ος) -αδόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυψάς ο [jipsás] Ο1 : (οικ.) ο γυψαδόρος.
[γύψ(ος) -άς]
[Λεξικό Κριαρά]
- γυψέλιν το· γουψέλι· γυψέλι· υψέλι.
-
- 1) Κυψέλη μελισσών:
- (Δεφ., Λόγ. 213).
- 2) Ό,τι απομένει από σφαγμένο ζώο μετά την αφαίρεση των σπλάχνων:
- (Περί γέρ. 46).
[<αρχ. ουσ. κυψέλιον. Οι τ. ‑ι (Βλάχ., ‑λλι) και υψέλι και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Κυψέλη μελισσών:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γύψινος -η -ο [jípsinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από γύψο: Γύψινες διακοσμήσεις. Γύψινο άγαλμα. Γύψινα εκμαγεία. ~ διάκοσμος μιας αίθουσας. || (ως ουσ.) τα γύψινα, οι γύψινες διακοσμήσεις, κυρίως της οροφής.
[λόγ. < ελνστ. γύψινος]
[Λεξικό Κριαρά]
- γυψίον το.
-
- Γύψος:
- εκ τέχνης έρωτες από ψιλού γυψίου (Λίβ. Esc. 269).
[μτγν. ουσ. γυψίον (DGE)]
- Γύψος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυψο- [jipso] & γυψό- [jipsó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό είναι κατάλληλο για το γύψο, είναι φτιαγμένο από γύψο, αναφέρεται σ΄ αυτόν: ~κάμινος, γυψόκολλα, ~σανίδα· ~ποιός.
[λόγ. < ελνστ. γυψο- θ. του αρχ. ουσ. γύψο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. (παράγωγο) γυψ-ώδης, μσν. γυψο-ειδής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυψοκονίαμα το [jipsokoníama] Ο49 : δομικό κονίαμα που περιέχει μεγάλη ποσότητα γύψου.
[λόγ. γυψο- + κονίαμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γυψοπλάστης ο.
-
- Αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα:
- (Προδρ. II 54-2 χφ H κριτ. υπ).
[<ουσ. γύψος + πλάστης. Η λ. τον 6. αι. (DGE)]
- Αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυψοποιείο το [jipsopiío] Ο39 : εργαστήριο κατασκευής γύψινων αντικειμένων ή διακοσμήσεων.
[λόγ. γυψο- + -ποιείον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γύψος ο [jípsos] Ο18 : ορυκτό που αποτελείται από ένυδρο θειικό ασβέστιο και που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην οικοδομική. || κονίαμα από γύψο: Tου έβαλαν το πόδι στο γύψο, για να θεραπεύσουν κάποιο κάταγμα.
[μσν. γύψος ο < αρχ. γύψος ἡ μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]