Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυπάετος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυπαετός ο [jipaetós] Ο17 : είδος αρπαχτικού πτηνού· όρνιο που μοιάζει με τον αετό.

[λόγ. < γαλλ. gypaète < αρχ. γυπ- (δες γύπας) + αετός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες