Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γυμνο- [jimno] & γυμνό- [jimnó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γυμν- [jimn], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι είναι γυμνό, χωρίς το ανάλογο ρούχο, εσώρουχο κτλ., το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: γυμνόκωλος, ~πόδαρος, γυμνόσωμος· γυμνόστηθη. 2. (επιστ.) δηλώνει την απουσία του χαρακτηριστικού στοιχείου που συνήθ. συνοδεύει αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: γυμνόκαρπος, γυμνόρριζος· ~κέφαλος, γυμνόφθαλμα.
[1: μσν. γυμν(ο)- θ. του επιθ. γυμν(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. γυμνο-κέφαλος `ξεσκούφωτος΄· 2: λόγ. < ελνστ. γυμν(ο)- θ. του αρχ. επιθ. γυμνό(ς) (πρβ. αρχ. γυμνο-παιδίαι: σπαρτιατική γιορτή): ελνστ. γυμνό-καρπος & διεθ. gymn(o)- < ελνστ. γυμν(ο)-: γυμνό-σπερμα < νλατ. gymnosperma]
- γυμνοκέφαλος, επίθ.
-
- Που έχει ακάλυπτο το κεφάλι, ασκεπής:
- το άγιον λείψανον … ανέσπασεν γυμνοκέφαλος (Συναδ. φ. 77v).
[<επίθ. γυμνός + ουσ. κεφάλι. Η λ. στο Lampe και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Που έχει ακάλυπτο το κεφάλι, ασκεπής:
- γυμνοξυπόλυτος, επίθ.
-
- Γυμνός:
- όταν γυμνοξυπόλυτος απόκρισην θα δώκεις (Αλφ. (Μπουμπ.) II 32).
[<επίθ. γυμνός + ξυπόλυτος]
- Γυμνός:
- γυμνόποδας, επίθ.
-
- Που έχει ακάλυπτα τα πόδια του, ξυπόλυτος:
- (Ημερολ. 59).
[μτγν. επίθ. γυμνόπους (DGE)· πβ. και μτγν. ουσ. γυμνοπόδης. Η λ. στο Βλάχ.]
- Που έχει ακάλυπτα τα πόδια του, ξυπόλυτος:
- γυμνός, επίθ.· γδυμνός· εγδυμνός· εγυμνός.
-
- 1)
- α) Που δε φορεί κ.:
- (Ιστ. Βλαχ. 1059)·
- έκφρ. γυμνό κοπέλι = ο Έρωτας:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1222)·
- β) άοπλος:
- (Ζήν. Πρόλ. 185).
- α) Που δε φορεί κ.:
- 2)
- α) (Συνεκδ.) άγονος, φτωχός:
- Ω Αρκαδιά … γυμνή κι ακληρισμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [325])·
- β) (μεταφ.) στερημένος από κ.:
- από τιμές πολλά γδυμνοί (Φορτουν. Πρόλ. 30)·
- γ) απαλλαγμένος από κ.:
- γυμνός απ’ αμαρτίαν (Πένθ. θαν. 370)·
- δ) αβοήθητος, εγκαταλελειμμένος:
- η ψυχή μένει γυμνή (Αλφ. (Μπουμπ.) III 15).
- α) (Συνεκδ.) άγονος, φτωχός:
- 3)
- α) (Προκ. για σπαθί) που είναι έξω από την θήκη του ή το κάλυμμά του:
- (Μαχ. 29038)·
- β) ακάλυπτος:
- κεφαλήν … γδυμνή (Ερωτόκρ. Β´ 2011).
- α) (Προκ. για σπαθί) που είναι έξω από την θήκη του ή το κάλυμμά του:
- 4) Φρ. αποσκευάζω κ. γυμνόν, βλ. αποσκευάζω I φρ.
[αρχ. επίθ. γυμνός. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]
- 1)
- γυμνός -ή -ό [jimnós] Ε1 : 1α. που δε φορά απολύτως τίποτε: Έκαναν γυμνοί μπάνιο. Εργάζεται ως γυμνό μοντέλο. Γυμνή όπως τη γέννησε η μάνα της. || για μέρη του σώματος: Mην περπατάς με γυμνά πόδια. Φορούσε ένα φόρεμα που άφηνε γυμνούς τους ώμους. || (ως ουσ.) το γυμνό, το γυμνό ανθρώπινο σώμα· ιδιαίτερα στις εικαστικές τέχνες, η ζωγραφική, η γλυπτική παράσταση του γυμνού ανθρώπινου σώματος: H θέα του γυμνού δε σοκάρει πια. Σπουδή γυμνού. β. μισοντυμένος, ντυμένος ελαφρά ή μόνο με τα εσώρουχα: Mε τις πρώτες σεισμικές δονήσεις πετάχτηκαν γυμνοί στους δρόμους. || που είναι ντυμένος προκλητικά: Γυμνές βγαίνουν πια οι γυναίκες στους δρόμους. γ. που είναι φτωχικά ντυμένος, κακοντυμένος, κουρελής: Aυτός γυρνά στις ταβέρνες και τα παιδιά του γυμνά στους δρόμους. || Tην πήρε γυμνή, την παντρεύτηκε χωρίς προίκα. || που δεν έχει μοντέρνα ή κατάλληλα ρούχα για κάθε περίσταση: Είμαι γυμνή, δεν έχω τίποτε να φορέσω. 2. (μτφ.) που είναι ακάλυπτος: H γυμνή πλευρά του λόφου, που δεν έχει βλάστηση. Γυμνό σπαθί, έξω από τη θήκη του. Γυμνό ηλεκτροφόρο σύρμα / καλώδιο, που δεν έχει μόνωση. || που δεν έχει διακόσμηση ή επίπλωση, λιτός, απέριττος: Γυμνή πρόσοψη. Γυμνό σπίτι. Οι τοίχοι του χειρουργείου ήταν τελείως γυμνοί. || Mπήκαν διαρρήκτες και άφησαν το σπίτι γυμνό. ΦΡ γυμνή αλήθεια, ολόκληρη η αλήθεια χωρίς υπεκφυγές. με γυμνό μάτι / (λόγ.) διά γυμνού οφθαλμού: α. χωρίς μικροσκόπιο ή τηλεσκόπιο: Mε γυμνό μάτι δε θα μπορούσαμε να μετρήσουμε πάνω από έξι χιλιάδες άστρα. β. για κτ. που είναι οφθαλμοφανές: Tο βλέπεις και με γυμνό μάτι.
[αρχ. γυμνός]
- γυμνοσάλιαγκας ο [jimnosálaŋgas] Ο5 : είδος σαλιγκαριού χωρίς όστρα κο.
[γυμνο- + σάλιαγκας]
- γυμνοσόφιστος ο.
-
- Ινδός ασκητής που ζούσε γυμνός:
- (Διήγ. Αλ. G 2893).
[<αρχ. ουσ. γυμνοσοφιστής με μεταπλ.]
- Ινδός ασκητής που ζούσε γυμνός:
- γυμνόσπερμα τα [jimnósperma] Ο40 : (βοτ.) η μία από τις δύο ομάδες στις οποίες χωρίζονται τα φανερόγαμα φυτά. || (ως επίθ.).
[λόγ. < νλατ. gymnosperma ουδ. πληθ. του ελνστ. επιθ. γυμνόσπερμος `με σπόρο χωρίς περικάρπιο΄]
- γυμνόστηθος -η -ο [jimnóstiθos] Ε5 : που έχει ακάλυπτο το στήθος. || (ως ουσ.) η γυμνόστηθη: Οι πλαζ γέμισαν από γυμνόστηθες.
[γυμνο- + στή θ(ος) -ος]