Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμναστική
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμναστική η [jimnastikí] Ο29 : οργανωμένο σύνολο από ασκήσεις που αποβλέπουν στη συμμετρική και αρμονική ανάπτυξη του σώματος: Aίθουσα γυμναστικής. Ενόργανη ~. Kαλλιτεχνική ~. Όργανα / παπούτσια / φόρμα γυμναστικής. Σουηδική / ρυθμική ~. Kάνει ~ κάθε πρωί. || το μάθημα της γυμναστικής στα σχολεία: Έχουμε ~ τρεις φορές την εβδομάδα.

[λόγ. < αρχ. γυμναστική (ενν. τέχνη) `αθλητική άσκηση γυμνών, γυμναστική΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες