Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμνασίαρχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνασίαρχος ο [jimnasíarxos] Ο19 : επόπτης αθλητικών αγώνων, αυτός που επιβλέπει την ακριβή εφαρμογή των κανόνων στους αγώνες.

[λόγ. < αρχ. γυμνασίαρχος `επόπτης γυμναστηρίου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες