Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γράφος το.
-
- Έγγραφο:
- γράφος νοταρικόν (Ασσίζ. 10424)·
- φρ. βάλλω εις γράφος = καταγράφω:
- (Μαχ. 25629).
[<γράφω αναλογ. με ουδ. ουσ. σε ‑ος. Άσχ. το αρχ. ουσ. γράφος]
- Έγγραφο: