Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γόι (I), επιφ.,
- βλ. ωγόι.
[Λεξικό Κριαρά]
- γόι (II) το,
- βλ. ωγόι το.
[Λεξικό Κριαρά]
- γοΐζω· αγοΐζω.
-
- Μαίνομαι από οργή κ.τ.ό., γίνομαι έξω φρενών:
- Γροικά το κι αγοΐζει κι από την κακοσύνη τση τα ρούχα τση ξεσκίζει (Φορτουν. Β´ 373).
[<ουσ. γοή (Somav., λ. γο, ΙΛ) + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Μαίνομαι από οργή κ.τ.ό., γίνομαι έξω φρενών: