Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνῶμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνωμάτευση η [γnomátefsi] Ο33 : η έκφραση έγκυρης γνώμης από τον ειδικό· (πρβ. γνωμοδότηση): Iατρική ~.

[λόγ. γνωματεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνωματεύω [γnomatévo] Ρ5.1α : ως ειδικός εκφράζω έγκυρη γνώμη για κτ.· (πρβ. γνωμοδοτώ): Οι γιατροί γνωμάτευσαν ότι… Οι μηχανικοί θα γνωματεύσουν για την ευστάθεια της γέφυρας.

[λόγ. < ελνστ. γνωματεύω, αρχ. σημ.: `διακρίνω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
γνωματεύω.
  • (Μέσ.) εκφράζομαι με γνωμικά:
    • (Γλυκά, Στ. 78).

[αρχ. γνωματεύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες