Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γνώσις ‑ση η· νώσις ‑ση.
-
- 1) Το να γνωρίζει κάπ. κ., μάθηση:
- γνώσιν τέχνης (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3321).
- 2) Ανώτερη, βαθύτερη γνώση· σοφία:
- θεωρεί ταύτα ως πηγήν σοφίας και γνώσεως (Μάρκ., Βουλκ. 33912)·
- δέντρο της γνώσης καλό και κακό (Πεντ. Γέν. II 9).
- 3) Πνευματική ικανότητα, «μυαλό»:
- εγέλασε ο Ταμερλάνος εις αυτούς τους λόγους και του είπε: «Δεν έχεις γνώση» (Χρον. σουλτ. 419).
- 4) Φρόνηση, σύνεση:
- ήτονε δεκοκτώ χρονώ, μα ’χε γερόντου γνώση (Ερωτόκρ. Α´ 79).
- 5) Γνώμη:
- πολλοί ανθρώποι, πολλές γνώσες (Μαχ. 23221).
- 6) Φρ.
- α) πολομώ ή ποιώ νώσιν = γνωστοποιώ σε κάπ. κ., πληροφορώ κάπ.:
- (Μαχ. 64026), (Ασσίζ. 31522)·
- β) δίδω γνώσιν = κάνω κάπ. ν’ αντιληφθεί κ.:
- (Διγ. Άνδρ. 35417).
- α) πολομώ ή ποιώ νώσιν = γνωστοποιώ σε κάπ. κ., πληροφορώ κάπ.:
- 7) Συγκατάθεση:
- τον αγόρασεν με την γνώσιν του χριστιανού (Ασσίζ. 15110).
[αρχ. ουσ. γνώσις. Ο τ. νώση και σήμ. κυπρ. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Το να γνωρίζει κάπ. κ., μάθηση: