Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνώση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνώση η [γnósi] Ο31 : το αποτέλεσμα κάθε πνευματικής διαδικασίας για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, είτε άμεσα με τις αισθήσεις είτε έμμεσα με την παρέμβαση του λογικού. 1. η γνώση ως μάθηση: H ~ των αγγλικών τού στάθηκε πολύ χρήσιμη. Έχει πολλές / λίγες / επαρκείς γνώσεις. Επιστημονικές / εμπειρικές / πρακτικές γνώσεις. Οι αρχαίοι είχαν μια προηγμένη τεχνολογική ~. Έχει βαθιά ~ της ανθρώπινης φύσης. Tο δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, το δέντρο του Παραδείσου με τους απαγορευμένους καρπούς. (έκφρ.) λαμβάνω* ~. (λόγ.) εν γνώσει κάποιου, για κτ. που είναι γνωστό: Εν γνώσει μου πούλησε το σπίτι. ANT εν αγνοία κάποιου. είμαι εν γνώσει, έχω γνώση ενός πράγματος, το γνωρίζω. ΠAΡ ΦΡ κοντά στο νου κι η ~, για κτ. ευνόητο, ότι δηλαδή η κατανόηση είναι αποτέλεσμα γνώσης: Φυσικά πρέπει να διαβάσεις για να μάθεις, κοντά στο νου κι η ~. έχουνε ~ οι φύλακες, για δήλωση επαγρύπνησης. προς ~ και συμμόρφωση, για παραδειγματισμό, για να αποτραπεί η επανάληψη μιας μη επιθυμητής ενέργειας. 2. (λαϊκότρ., μόνο στον εν.) η σύνεση, η φρόνηση: Είναι άνθρωπος με ~. ΦΡ βάζω ~, συνετίζομαι: Γέρασε αλλά ~ δεν έβαλε. ΠAΡ Στερνή μου ~ να σ΄ είχα πρώτα, για εκείνους που συνετίζονται, όταν πια είναι αργά. Σαρανταπέντε Γιάννηδες* ενός κοκόρου ~.

[1: λόγ. < αρχ. γνῶ(σις) -ση· 2: μσν. γνώση < αρχ. γνῶ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες